δεισιδαιμονως

δεισιδαιμονως
    δεισιδαιμόνως
    δεισῐ-δαιμόνως
    богобоязненно, благоговейно
    

(πρὸς τοὺς θεούς Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δεισιδαιμονως" в других словарях:

  • δεισιδαιμόνως — επίρρ. (Α) [δεισιδαίμων] με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο …   Dictionary of Greek

  • δεισιδαιμόνως — δεισιδαίμων fearing the gods adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοντός, Ιωνάς — (18ος αι.). Λόγιος μοναχός από το Λιβάδι Θεσσαλίας. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Σπαρμιώτης, καθώς μόνασε στη μονή Σπαρμού. Διετέλεσε μαθητής του Ιωάννη Πεζάρο και δίδαξε στο Λιβάδι, στον Βελβεντό, στη Θεσσαλονίκη και στη Ραψάνη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»